- κοττιστής
- κοττ-ιστής,A aleator, ib.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοττιστής — κοττιστής, ὁ (ΑM) [κοττίζω] αυτός που παίζει κύβους, κυβευτής … Dictionary of Greek